Η ανάπτυξη του λόγου και ομιλίας στα παιδιά ξεκινά από την αρχή της ζωής τους. Από τους πρώτους μήνες της ζωής τού το βρέφος ακούει, βλέπει, συγκρίνει, επεξεργάζεται κάθε είδους επικοινωνία στο περιβάλλον. Έτσι αρχίζει και η επικοινωνία και αρχίζει και αυτό να επικοινωνεί με δικούς του τρόπους ( όπως κλάμα, βλεμματική επαφή, ήχους ) και έτσι μας δηλώνει τις ανάγκες του. Αυτή είναι και η πρώτη μορφή επικοινωνίας. Στην συνέχεια, αναπτύσσεται σε τομείς όπως η κατανόηση της ομιλίας ( δηλαδή το παιδί καταλαβαίνει την γλώσσα) και την παραγωγή ομιλίας, αρχίζοντας να λέει τις πρώτες τού λεξούλες που στην αναπτυξιακή πορεία γίνονται περισσότερες, σχηματίζοντας μικρές και μεγάλες προτάσεις και μικρές φράσεις. Πλέον, μέχρι την ηλικία των 5 ετών το παιδί θα πρέπει να έχει εδραιώσει ένα «ενήλικο» πρότυπο ομιλίας.
Τα τελευταία χρόνια συναντούμε όλο και συχνότερα σε παιδιά μικρής ηλικίας( < 3 ετών ) αυτό που ονομάζουμε καθυστέρηση ομιλίας. Καθυστέρηση δηλαδή του παιδιού να κατακτήσει γλωσσικές δεξιότητες που θα έπρεπε να έχει κατακτήσει ως τώρα σύμφωνα με την ηλικία του. Τα τελευταία χρόνια η επιστήμη έχει έντονα στραφεί στην μελέτη της διαταραχής αυτής, καθότι μπορεί να σηματοδοτεί νευροαναπτυξιακές ή άλλες διαταραχές συμπεριφοράς και ανάπτυξης ( νοητική υστέρηση, αυτισμός, αλαλία, απώλεια ακοής κ.α. ). Η καθυστέρηση ομιλίας στην ανάπτυξη του παιδιού μπορεί να εμποδίσει την ορθή κοινωνικοσυναισθηματική του ανάπτυξη, την σχολική και επαγγελματική του πορεία αργότερα. Σε μικρότερες ηλικίες μπορεί να είναι ο λόγος που το παιδί δεν βρίσκει ηρεμία, είναι επιθετικό, δεν συγκεντρώνεται εύκολα και παρουσιάζει προβλήματα στην συμπεριφορά, αποτέλεσμα αναμενόμενο αφού βιώνει αποτυχία στο να επικοινωνεί τα θέλω και τις ανάγκες του.
Στην περίπτωση που η καθυστέρηση ομιλίας συνυπάρχει με κάποια αναπτυξιακή διαταραχή ( αυτισμός, νοητική υστέρηση ), γνωρίζουμε πως τις περισσότερες φορές είναι και αποτέλεσμα αυτής. Οι υπόλοιπες γλωσσικές δεξιότητες είναι αντίστοιχα διαταραγμένες και το παιδί παρουσιάζει ελλείματα και σε άλλους τομείς ( πχ μειωμένη κατανόηση του λόγου, απώλεια ακοής, περιορισμένη αλληλεπίδραση), ενώ πολλά παιδιά θα εμφανίσουν ελλείματα σε κινητικές δεξιότητες ( πχ ελλείματα στην λεπτή και αδρή κινητικότητα).
Υπάρχει όμως και η περίπτωση ένα παιδί να τηρεί όλα τα αναπτυξιακά πρότυπα κατανόησης, συμπεριφοράς, αντίληψης, ψυχοσυναισθηματικής και κοινωνικής ανάπτυξης, αλλά το εκφραστικό λεξιλόγιο να είναι πτωχό ή να μην έχει εμφανιστεί ακόμα ( πχ σε ηλικία 2 ετών να χρησιμοποιεί 2-5 λέξεις, να μην σχηματίζει προτάσεις κλπ ). Σε αυτή την δεύτερη περίπτωση δεν έχουμε κάποια σαφή αιτιολογία, παρόλο που γνωρίζουμε πως στα παιδιά με καθυστέρηση ομιλίας κυριαρχεί σε δραστηριότητα το δεξί εγκεφαλικό ημισφαίριο ( αντί του αριστερού ).
Υπάρχει ανάγκη για διάγνωση και προσδιορισμό σε ποια περίπτωση ανήκει το δικό μου παιδί ;
Η απάντηση είναι ναι, και μάλιστα είναι πολύ σημαντικό να προσδιορίζεται από πού προέρχεται η καθυστέρηση ομιλίας και τι άλλο μπορεί να εμποδίζει την ομαλή ανάπτυξη του παιδιού. Οι λογοπαθολόγοι σε αυτές τις περιπτώσεις, πέρα από την ομιλία του παιδιού, αξιολογούν την ικανότητα να κατανοεί, την αντίληψή του, την απόκρισή του σε ήχους και ερωτήσεις, έλεγχο ακοής ( μέσω ακοολογικού ελέγχου ), την βλεμματική επαφή του παιδιού, την καταλληλόλητα της συμπεριφοράς του κ.α. Έτσι, ο ειδικός θα προσδιορίσει και θα αποκλείσει διάφορους παράγοντες για να οδηγηθεί σε ένα σαφές συμπέρασμα το οποίο θα δημιουργήσει και ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα παρέμβασης, εάν αυτό είναι απαραίτητο.
Είναι πολλές οι φορές που μπορεί να ακούσουμε για ένα παιδί που καθυστερεί να ομιλεί συμβουλές, όπως « Άστο, είναι νωρίς ακόμα !», «θα τα πει μαζεμένα», « Και ο/η μπαμπάς/μαμά του άργησε να μιλήσει», « Κάποια παιδιά αργούν να μιλήσουν , δεν πειράζει». Αυτές οι συμβουλές είναι αναμφίβολα καλοπροαίρετες. Όμως, ένας ειδικός είναι σε θέση να κρίνει και να αναλύσει τους απαραίτητους παράγοντες προκειμένου να καταλήξει σε ένα ασφαλές συμπέρασμα και να καθοδηγήσει με συμβουλευτική ή και παρέμβαση.
© All Rights Reserved